συγγράφῃ

συγγράφῃ
συγγράφω
write
pres subj mp 2nd sg
συγγράφω
write
pres ind mp 2nd sg
συγγράφω
write
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγγραφή — writing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφή — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυγγραφή και δωρ. τ. συγγραφά, ἡ, Α [συγγράφω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγγράφω 2. συνεκδ. σύγγραμμα, έργο, βιβλίο 3. έγγραφη συμφωνία, συμβόλαιο (α. «συγγραφή μίσθωσης» β. «τὴν πρᾱξιν πᾱσαν διομολογούμενοι ἐν… …   Dictionary of Greek

  • συγγραφή — η 1. σύγγραμμα. 2. εκπόνηση, γραφή βιβλίου: Ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων. 3. «Συγγραφή υποχρεώσεων», κανονισμός των όρων με τους οποίους αναλαμβάνει κάποιος την εκτέλεση κάποιου έργου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγραφῇ — συγγράφω write aor subj pass 3rd sg συγγραφῆι , συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc dat sg (epic ionic) συγγραφή writing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφῆ — συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc nom/voc/acc dual συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφῆι — συγγραφῇ , συγγράφω write aor subj pass 3rd sg συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc dat sg (epic ionic) συγγραφῇ , συγγραφή writing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγραφῆ — συγγραφῆ , συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc nom/voc/acc dual συγγραφῆ , συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγραφή — συγγραφή , συγγραφή writing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφαῖς — συγγραφή writing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφαί — συγγραφή writing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”